ανείσπρακτος

ανείσπρακτος
-η, -ο (Α ἀνείσπρακτος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει εισπραχθεί
2. ο μη εισπράξιμος, όποιος δεν είναι δυνατόν να εισπραχθεί
αρχ.
εκείνος που δεν υπόκειται σε χρηματική ευθύνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανείσπρακτος — ανείσπρακτος, η, ο και ανείσπραχτος, η, ο αυτός που δεν εισπράχτηκε: Είχε ανείσπρακτους και τους τόκους από τις καταθέσεις του στην τράπεζα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνείσπρακτοι — ἀνείσπρακτος free from pecuniary liability masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”